αναθιβάλλω — και βάνω 1. έχω ενδοιασμούς, διστάζω, αμφιβάλλω 2. έχω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ 3. απρόσ. (μου) αναθιβάλλει έρχεται στον νου μου 4. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω, αφηγούμαι 5. φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ, θυμάμαι 6. συλλογίζομαι,… … Dictionary of Greek
αναθίβαλμα — το [αναθιβάλλω] πανουργία, διαβολή, ραδιουργία … Dictionary of Greek
ανασκελάς — ο (Μ ἀνασκελάς) γαϊδουροπόδαρος, δαιμονικό που φανερώνεται τη νύχτα προχωρώντας με ανοιχτό διασκελισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το αρχ. ονοσκελίς και ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση (πρβλ … Dictionary of Greek
αποκλαμός — (I) ο 1. παραφυάδα φυτού, παρακλάδι, αποκλάδι 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποκλαμός αντί πλοκαμός, με αντιμετάθεση. Ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση όπου προηγουμένως δεν υπήρχε (πρβλ. αναθρήκα,… … Dictionary of Greek
ξαναναθιβάλλω — σκέπτομαι πάλι κάτι, εξετάζω ξανά, ξανασυζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + αναθιβάλλω «βάζω κάτι στον νου μου, θυμάμαι»] … Dictionary of Greek
αναβάνω — και αναβάλλω και αναθιβάνω και αναθιβάλλω και αθιβάλλω θυμούμαι, αναφέρω κάποιον: Παίζει τομάτι μου· κάποιος μ αναθιβάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)